- ἐργάνην
- ἐργάνηworkerfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐργάνην — Ἐργάνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάν — η (AM ἐργάνη) νεοελλ. εργαλείο που χρησιμοποιείται στη συλλογή τών καρπών τής ελιάς αρχ. μσν. εργασία, έργο αρχ. (επίκληση τής Αθηνάς ως προστάτριας τής εργασίας) εργάτρια («Ἀθηνᾱν ἐπωνόμασαν ἐργάνην», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έργov. Ο τ. εμφανίζει… … Dictionary of Greek